- ἐφευρίσκω
- ἐφευρ-ίσκω, [dialect] Ion. [pref] ἐπ-, [tense] fut. ἐφευρήσω: [tense] aor. 2 ἐφηῦρον or ἐφεῦ-; [dialect] Aeol.A
ἐπεύρ[οι] Sapph.Supp.4.9
: [tense] pf.ἐφηύρηκα S.El.1093
(lyr.), Euphro 1.17, etc.:— find or discover, find anywhere,εἴ που ἐφεύροι ἠῑόνας λιμένας τε Od.5.439
, cf. 417, Pl.Phdr.266a: usu. c. part.,ὃν δ' αὐ . . βοόωντα ἐφεύροι Il.2.198
;δαινυμένους δ' εὐ πάντας ἐφεύρομεν Od.10.452
; τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν we discovered her undoing it, 24.145, cf. S.El.1093 (lyr.), Pl.Plt.307c; Κύπρι . . σε πικροτάταν ἐπεύροι prob. in Sapph. l.c.:—[voice] Pass.,μὴ ἐπευρεθῇ πρήσσων Hdt.9.109
;κλέπτων ὅταν τις . . ἐφευρεθῇ S.Fr.930
; δρῶν ἐφευρίσκῃ ([ per.] 2sg.) Id.OC928; ἐφηύρημαι κακός (sc. ὤν) Id.OT1421, cf. Ant.281;δειλὸς ὤν ἐφηυρέθης E.Supp.319
.2 discover besides, v.l. for ἔθ' εὑρ. in Od.19.158;ταῖς ἀρχαίαις τέσσαρας χορδάς Paus.3.12.10
.3 bring in besides, ὅσα δ' ἂν ἐφευρίσκῃ [τὰ τέλη] X.Vect.4.40.II find out, invent, of arts, [τέχναν] Pi.P.12.7 ([voice] Med. μῆτιν -ευρομένοις ib.4.262);σοφῶς ἐφεῦρες ὥστε μὴ θανεῖν E.Alc.699
.2 find out, discover,ἐφεῦρε δ' ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφάς S.Fr.432.8
; χρόνου διατριβάς ib.479, cf. Cratin. 140;ἴδιόν τι Euphro 1.17
;ὁσίαν ἐπίνοιαν SIG799.5
(Cyzicus, i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.